αξυλοκόπητος

αξυλοκόπητος
-η, -ο
αυτός που δεν ξυλοκοπήθηκε, δε δάρθηκε: Στο σχολειό αυτό λίγοι έμεναν ως το τέλος της μέρας αξυλοκόπητοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αξυλοκόπητος — η, ο εκείνος που δεν τον ξυλοκόπησαν, δεν τον έδειραν …   Dictionary of Greek

  • άδαρτος — η, ο (Α ἄδαρτος, ον) αυτός που δεν δάρθηκε, αξυλοκόπητος, αχτύπητος νεοελλ. αυτός που δεν αναταράχτηκε, δεν χτυπήθηκε με κατάλληλο όργανο (λέγεται για το γάλα, που τό χτυπούν για να αφαιρεθεί το βούτυρό του, ή για τα αβγά, που επίσης τά χτυπούν… …   Dictionary of Greek

  • αξύλιστος — η, ο αξυλοκόπητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”